σκάκι

σκάκι
το
-ιού (λ. ιταλ.), είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού: Αναδείχτηκε νικητής στο σκάκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκάκι — Το παιχνίδι για δύο άτομα, με πεσσούς, (πιόνια), οι οποίοι καθώς μετακινούνται από τους παίχτες, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, δίνουν τη σχηματική διεξαγωγή μιας μάχης. Κατάγεται πιθανότατα από την Ινδία (η λέξη προέρχεται από το περσικό σαχ,… …   Dictionary of Greek

  • Chess piece — For other uses, see Chess piece (disambiguation). Original Staunton chess pieces, left to right: pawn, rook, knight, bishop, queen, and king. Chess pieces …   Wikipedia

  • Piezas de ajedrez — Rey (R) …   Wikipedia Español

  • Algebraic notation (chess) — Algebraic notation Algebraic notation (or AN) is a method for recording and describing the moves in a game of chess. It is now standard among all chess organizations and most books, magazines, and newspapers. In English speaking countries, AN… …   Wikipedia

  • πεσσεία — Αρχαίο ελληνικό παιγνίδι που παιζόταν από δύο αντιπάλους πάνω σ’ ένα τετράγωνο πίνακα (άβακα) χωρισμένο σε μικρά τετράγωνα (όπως η σημερινή σκακιέρα) με τους πεσσούς. Η πατρότητα του παιγνιδιού αυτού αποδίδεται στον Παλαμήδη, την εποχή που… …   Dictionary of Greek

  • σατράντζι — το, Ν 1. επίπεδη σανίδα από ξύλο πάνω στην οποία παίζεται το σκάκι 2. (κατ επέκτ.) το παιχνίδι σκάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. sachrats (πρβλ. ζατρίκι[ον])] …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… …   Dictionary of Greek

  • ζατρίκιο — και ζατρίκι (ΑΜ ζατρίκιον) είδος παιχνιδιού, το σκάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. sachrats] …   Dictionary of Greek

  • ζατρικίζω — (Μ ζατρικίζω) [ζατρίκιο] παίζω ζατρίκιο, σκάκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”